Η Κυριακή του Παραλύτου είναι η τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα. Η Κυριακή του Παραλύτου αντλεί το θέμα της από την ευαγγελική περικοπή, που αναγινώσκεται στην θεία λειτουργία και είναι αφιερωμένη στο θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Ιησού
Δίπλα στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ βρισκόταν η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Είχε γύρω της πέντε στοές πλημμυρισμένες από κάθε λογής αρρώστους, ένα νοσοκομείο του Θεού ήταν.
Διότι όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει κάθε τόσο ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής.
Όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε.
Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει.
Τον άνθρωπο αυτό πλησίασε ο Χριστός.
Ο Κύριος λοιπόν μόλις αντίκρισε τον παράλυτο, του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά»;
Η ερώτηση αυτή φαντάζει αφελής αφού η απάντηση είναι, μάλλον, προφανής: "Μα και βέβαια θέλω. Και ποιος δε θα το ήθελε;"
Ίσως για αυτό ο ασθενής παραλείπει την απόκριση και απαντάει μόνο με πόνο: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Κι όμως η ερώτηση του καρδιογνώστη Ιησού, μόνο αφελής δεν ήταν.
Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος μετά την έξωση του από τον Παράδεισο, βασανίζεται και υποφέρει ποικιλοτρόπως. Πολλές φορές μάλιστα αποδίδει την κακοπάθεια του στον ίδιο τον Θεό.
Είναι όμως πράγματι έτσι; Μήπως πολλές φορές ευθυνόμαστε και εμείς οι ίδιοι για τα δεινά μας;
Μήπως ορισμένες φορές οι περιστάσεις και οι αντιξοότητες δεν είναι παρά ένα "άλλοθι" για να αποποιηθοπούμε τις δικές μας ευθύνες;
Και τελικά, είναι ποτέ δυνατόν να θεραπευτούμε εάν εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον σκοπό αυτό;
Το παράπονο βέβαια του Παραλύτου είναι εύλογο. Αλήθεια πόση μοναξιά, πόση εγκατάλειψη, πόση απογοήτευση δεν κρύβει η τραγική φράση του "Άνθρωπον ουκ έχω".
Πόσο δραματική ήταν αλήθεια η ζωή αυτού του ανθρώπου. Πώς ζούσε τόσα χρόνια; Πού έβρισκε φαγητό; Ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να τον φαντασθούμε στα τριανταοκτώ αυτά χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα του εκεί στην κολυμβήθρα; Μόνος, έρημος κι αβοήθητος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους.
Κι από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει, μα δεν γογγύζει. Βλέπει την περιφρόνηση και δεν βλασφημεί ούτε τον Θεό ούτε την ώρα που γεννήθηκε. Δεν κατηγορεί κανένα. Δεν μιλάει με οργή. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο του αγγέλου, την επίσκεψη της θείας χάριτος.
Πόσοι άνθρωποι αλήθεια και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες δεν υποφέρουν όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου; Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα Γηροκομείο ξεχασμένων ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη. Όλοι αυτοί ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες αλήθειες.
Πρώτον ότι μέσα στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή μας, έχουμε χρέος να καλλιεργούμαστε στην αρετή, να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητά μας, να εξαγιαζόμαστε. Και δεύτερον να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι αοράτως ο Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει ακόμη στο δράμα μας. Αλλά ξέρει τον πόνο μας και τη μοναξιά μας.
Ας Τον παρακαλούμε λοιπόν να σταθεί σύντροφος στο πρόβλημά μας και στη δυστυχία μας και να μας στείλει ανθρώπους του να μας συμπαρασταθούν και να γλυκάνουν τη μοναξιά μας και τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι ο Θεάνθρωπος έτοιμος να μας βοηθήσει.
Ο Κύριος εκεί στη δεξαμενή της Βηθεσδά, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του είπε: «Σήκω επάνω. Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». «Έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει».
Πώς έγιναν όλα τόσο ξαφνικά; Πώς αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια σηκώθηκε υγιέστατος; Πώς σήκωσε το κρεβάτι του και περπάτησε και διάβαινε ολόρθος τους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Κάποιοι που τον είδαν, αυτόν τον πασίγνωστο παράλυτο, να περπατά, αντί να χαρούν για το πρωτοφανές θαύμα που έβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι άρχισαν να τον κατηγορούν, διότι δεν ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το νόμο ημέρα Σάββατο να σηκώνει το κρεβάτι του. Αυτός όμως με θάρρος τους απαντά: «Εκείνος που με θεράπευσε, εκείνος μού ‘πε να σηκώσω και το κρεβάτι μου». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτούν.
Ο πρώην παράλυτος όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομα του Κυρίου, ο Οποίος μετά το θαύμα είχε απομακρυνθεί διακριτικά. Κάποια ημέρα όμως ο Κύριος Ιησούς τον συναντά στο ιερό και του λέει: «Κοίταξε, έγινες καλά. Πρόσεξε όμως να μην αμαρτάνεις στο εξής, για να μην πάθεις χειρότερο κακό».
Κι εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη και χαρά, ψάχνει και βρίσκει ξανά τους Ιουδαίους που τον είχαν ρωτήσει, για να τους αποκαλύψει με ενθουσιασμό τον ευεργέτη του: Ο Ιησούς είναι αυτός που με έκανε υγιή, τους είπε χαρούμενος.
Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι κινούμαστε με γνώμονα το ατομικό μας συμφέρον και δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι ο διπλανός μας μπορεί να έχει περισσότερη ανάγκη από εμάς.
Ας θυμόμαστε λοιπόν κάθε φορά που μένουμε ασυγκίνητοι μπροστά στο δράμα του συνανθρώπου ότι είμαστε υπόλογοι έναντι του Θεού όχι μόνο για τις αμαρτίες μας αλλά και για τις ευεργεσίες που αρνούμαστε να διαπράξουμε.
Και θα περίμενε κανείς από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι επί τριάντα οκτώ χρόνια αρνούνταν να τείνουν το χέρι στον πάσχοντα, να επικροτήσουν εκείνον που το έπραξε ή τουλάχιστον να σωπήσουν αισχυνόμενοι μπροστά στη μεγαλοσύνη της πράξης Του.
Αντ' αυτού όμως, τι πράττουν;
Αγανακτούν διότι αγνόησε δήθεν την αργία του Σαββάτου. Μοιάζουν οι άνθρωποι αυτοί με εκείνον στον οποίο κάποιος δείχνει το φεγγάρι αλλά εκείνος επιμένει να παρατηρεί το δάχτυλο.
Ας προσέξουμε λοιπόν και ας ελέγχουμε συνεχώς τον εαυτό μας ώστε να μη γινόμαστε και εμείς απάνθρωποι, "αλλά συνιέντες τί τό θέλημα του Κυρίου". Αυτό είναι ακόμα ένα μεγάλο δίδαγμα της σημερινής ημέρας, της Κυριακής του Παραλύτου.