Εκδίκηση εξτρεμιστών για το «κίνημα της μαντίλας» ή μαζική κοινωνιογενής ασθένεια; Η βρετανική εφημερίδα Guardian εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα, καθώς και τα σενάρια για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της ισλαμικής δημοκρατίας.
Ξεκίνησε πριν από τρεις μήνες, όταν κορίτσια στην ιρανική πόλη Κομ ανέφεραν μια περίεργη μυρωδιά μανταρινιών στο σχολείο τους. Ορισμένα άρχισαν να αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αναπνοή, ναυτία και μούδιασμα. Δεκαοκτώ από αυτά τα κορίτσια μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Φαινόταν ότι είχαν δηλητηριαστεί με τοξικό αέριο.
Σύμφωνα με την Guardian, ο αριθμός των κοριτσιών με συμπτώματα υπό παρόμοιες συνθήκες ανέρχεται σε περισσότερα από 1.000 σε 15 πόλεις.
Πολλοί λένε ότι οι ύποπτες επιθέσεις αποτελούν μέρος μιας εξτρεμιστικής απάντησης –ίσως με σιωπηρή κρατική υποστήριξη– στις διαμαρτυρίες που ηγήθηκαν γυναίκες και κορίτσια και που έχουν προκαλέσει αναταράξεις στο Ιράν από τον θάνατο της Μαχσά Αμινί τον Σεπτέμβριο του 2022 κι εντεύθεν.
Υπάρχουν όμως επίσης θεωρίες ότι ορισμένες από τις περιπτώσεις μπορεί να αποτελούν ένδειξη μαζικής κοινωνιογενούς ασθένειας –συμπτώματα χωρίς βιοϊατρική αιτία– που προέρχονται από την καταστολή των μαθητριών που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το κίνημα. Και με τις έφηβες να στοχοποιούνται συστηματικά από τις υπηρεσίες ασφαλείας για τη συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις, υπήρξαν νέες διαμαρτυρίες στην Τεχεράνη το Σαββατοκύριακο για την προφανή κλιμάκωση της απειλής για τα παιδιά της χώρας – και για τις αυξανόμενες εισαγωγές στα νοσοκομεία.
«Η εκπαίδευση για τις κόρες τους ήταν σημαντική για τις ιρανικές οικογένειες εδώ και πολύ καιρό», είπε η Ντίπα Πάρεντ, δημοσιογράφος για τα ανθρώπινα δικαιώματα που καλύπτει το ρεπορτάζ για τον Guardian. «Υπάρχουν κρατικές υποτροφίες διαθέσιμες για κορίτσια. Αυτό είναι μέρος αυτού που έχει καταστήσει αυτές τις ιστορίες ιδιαίτερα συγκλονιστικές».
Λόγω των σοβαρών περιορισμών στην ελευθερία του Τύπου στο Ιράν, οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν προκλήσεις ως προς την ικανότητά τους να διερευνήσουν τις συνθήκες των περιστατικών – και δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις ευθύνης. Ωστόσο, μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα και τις οικογένειές τους, εργαζομένους σε ΜΚΟ και επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου, κατέστη δυνατό να συγκεντρωθούν ορισμένες λεπτομέρειες.
«Οι επιθέσεις δεν είναι καθόλου περίπλοκες», είπε η Πάρεντ. «Ενας γιατρός μού είπε ότι, με βάση τα συμπτώματα που διακρίνουν, είναι πιθανό το δηλητήριο να αποτελείται από έναν ασθενή οργανοφωσφορικό παράγοντα». Αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως στη γεωργία ως φυτοφάρμακα και –προσθέτει η Πάρεντ– ο γιατρός τής είπε ότι οι μοναδικοί άνθρωποι που είχε θεραπεύσει στο παρελθόν με παρόμοια συμπτώματα εργάζονταν σε γεωργικά ή στρατιωτικά περιβάλλοντα. Εν τω μεταξύ, ένας Ιρανός βουλευτής είπε την περασμένη εβδομάδα ότι εντοπίστηκε αέριο άζωτο στο δηλητήριο σε ορισμένα από τα σχολεία.
Επιδιώκοντας να περιορίσουν τις πιθανές ευθύνες, ορισμένοι εξέτασαν το γεγονός ότι τα πρώτα περιστατικά –τα οποία έκτοτε εξαπλώθηκαν και αλλού– ήταν στο Κομ, μια ιδιαίτερα θρησκευόμενη πόλη περίπου 150 χλμ. από την Τεχεράνη. «Ενώ η εκπαίδευση των κοριτσιών είναι ευρέως αποδεκτή, υπάρχουν ριζοσπάστες ισλαμιστές στην πόλη που διάκεινται εναντίον της», είπε η Πάρεντ της Guardian.
Κάποιοι ρώτησαν εάν τα επεισόδια μπορεί να εγκρίθηκαν ή να επιτράπηκαν από την κυβέρνηση ως μέρος των προσπαθειών εκφοβισμού του κινήματος διαμαρτυρίας που έχει κυριεύσει τη χώρα από τον Σεπτέμβριο, όταν η Μαχσά Αμινί, μια νεαρή Κούρδισσα, πέθανε υπό κράτηση από την «αστυνομία ηθικής» του Ιράν. Δεδομένης της απλότητας των ύποπτων πρώτων υλών, είναι επίσης πιθανό οι επιθέσεις να είναι μιμητισμός κάποιας αντίστοιχης κίνησης.
Μια ανασκόπηση των εξετάσεων αίματος από ορισμένες Ιρανές μαθήτριες δεν εντόπισε στοιχεία τοξινών, σημειώνει σε μια χρήσιμη επεξήγηση το BBC – αν και λέει επίσης ότι τα αποτελέσματα δεν αποτελούν επαρκή στοιχεία για να αποκλειστεί η δηλητηρίαση ακόμα και στις υπό εξέταση περιπτώσεις. Η Wall Street Journal ανέφερε ότι, σε ένα βίντεο που δημοσιεύτηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την περασμένη εβδομάδα, μια τάξη φαινόταν να αρρωσταίνει αφού ένα κορίτσι με άσθμα αντιμετώπισε αναπνευστικές δυσκολίες, κάτι που ώθησε έναν δάσκαλο να ρωτήσει αν οι μαθήτριες είχαν μυρίσει κάτι.
Αν και είναι εύλογο ότι ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να εξηγηθούν με αυτό τον τρόπο, μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν ύποπτα αντικείμενα να πετάγονται στις αυλές των σχολείων. Ο Νταν Κασέτα, ειδικός στα χημικά όπλα στη δεξαμενή σκέψης Rusi, είπε στο BBC ότι οι δηλητηριώδεις ουσίες μπορούν γρήγορα να αλλοιωθούν, καθιστώντας πολύ δύσκολη την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Κάποιοι αναρωτήθηκαν επίσης εάν παρόμοια περιστατικά που αφορούν άνδρες ή αγόρια θα είχαν υποβληθεί σε παρόμοιο έλεγχο.
Έπειτα από μήνες σιγής ιχθύος για τα περιστατικά, η πρόσφατη, απότομη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων φαίνεται να έχει πιέσει τις αρχές. Ο ανώτατος ηγέτης της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε σήμερα, Δευτέρα, ότι οι δηλητηριάσεις των κοριτσιών αποτελούν «ασυγχώρητο έγκλημα».
Την περασμένη Κυριακή, ο αναπληρωτής υπουργός Παιδείας του Ιράν, Γιουνές Παναχί, αναγνώρισε τη δηλητηρίαση «πολλών μαθητριών» στο Κομ. Την Τετάρτη, ο υπουργός Εσωτερικών, Αχμάντ Βαχιντί, δήλωσε ότι διεξάγεται έρευνα. Αυτό φαίνεται να είχε μικρή επίδραση μέχρι στιγμής: την τελευταία εβδομάδα, είπε η Πάρεντ, «ο αριθμός των αναφορών που βλέπουμε έχει εκτοξευθεί».
Επισήμανε έναν άλλο πιθανό λόγο για την απόφαση της Ισλαμικής Δημοκρατίας να αναγνωρίσει το φαινόμενο. «Ο υπουργός Εξωτερικών ήταν στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και ήταν προγραμματισμένο να δώσει συνέντευξη στην Κριστιάν Αμανπούρ στο CNN. Αυτό μπορεί να τους ανάγκασε να αναλάβουν δράση». Στη UNHRC, Ιρανός διπλωμάτης είπε ότι η χώρα του «έχει επιτύχει πολλά στην ενδυνάμωση των γυναικών και των κοριτσιών».
Λίγοι παρατηρητές, πάντως, θα δείξουν εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε έρευνα. Εκτός από τα ερωτήματα σχετικά με το εάν οι αρχές ενέκριναν επιθέσεις, «οι ιρανικές αρχές έχουν φρικτό ιστορικό διερεύνησης βίας κατά γυναικών και κοριτσιών», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα το Human Rights Watch, επισημαίνοντας το παράδειγμα επιθέσεων με οξύ το 2014 σε γυναίκες στην πόλη Ισφαχάν που δεν οδήγησε σε συλλήψεις ή διώξεις.