Ημέρα Ποίησης σήμερα και την αφιερώνουμε στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τον ήρωα-ποιητή της ΕΟΚΑ. Ο Βαγορής, είναι ίσως ο νεαρότερος Κύπριος ποιητής, που σφράγισε κάθε στίχο του με το ίδιο του το αίμα. Όσοι αγαπούν την ποίηση, και έχουν αδυναμία στην Κυπριακή λογοτεχνία, έχουν το Βαγορή, λάβαρο και ερέθισμα ζωής.
Ο Ευαγόρας Μιλτιάδη Παλληκαρίδης, γεννήθηκε στη Τσάδα της Πάφου το 1938 και πριν καλά-καλά προλάβει να τελειώσει το σχολείο όπου φοιτούσε, σε ηλικία 17 χρόνων, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα θρανία και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της Ελληνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) η οποία μαχόταν ενάντια στον Αγγλικό ζυγό, σε μια προσπάθεια για λευτεριά της Κύπρου και ένωσή της με τη μητέρα πατρίδα, Ελλάδα.
Από νωρίς, ο Βαγορής, όπως λεγόταν, επέδειξε τεράστια ωριμότητα σκέψης και έκφρασης, γεγονός που φαίνεται από το σημείωμα που αφήνει στους συμμαθητές του, μία μέρα που μπαίνει κρυφά στο σχολείο:
"Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί."
Ο Παλλικαρίδης πολέμησε με πάθος και περίσσια παλλικαριά. Όταν συνελήφθη από τους Άγγλους για κατοχή και διακίνηση οπλισμού, μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση και κατόπιν σε απαγχονισμό.
Η αντίδρασή του στο άκουσμα του απαγχονισμού ήταν αυτές οι λίγες, μεγάλες λέξεις:
Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.
Μία μέρα μετά την καταδίκη, οι συμμαθητές του δήλωσαν αποχή από τα μαθήματά τους, εις ένδειξη διαμαρτυρίας, και απέστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτινγκ, ζητώντας να δοθεί χάρη στον Ευαγόρα. Μαζί με τους μαθητές, τάσσονται ολόκληρη η Κυπριακή αδελφότητα, η Ελληνική Κυβέρνηση, ο Αρχιεπίσκοπος και πολλοί άλλοι ιθύνοντες, μη μπορώντας, παρ’ όλα αυτά, να ανατρέψουν την απόφαση της Αγγλίας για εκτέλεση του νεαρού ποιητή.
Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του γράφει:
Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.
Τα μεσάνυχτα πριν να απαγχονισθεί, καλούν την μητέρα του να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά. Ο νεαρός μελλοθάνατος, σπεύδει να την παρηγορήσει: «Μη θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα». Ο Παλληκαρίδης, λίγο πριν πεθάνει έγραφε:
"Ηρώων Γη
Όλη η φύση κοιμάται
Τη ναρκώνει το κρύο
Και ‘γω φεύγω λαλώντας
Το στερνό μου αντίο
Και τη μάνα φιλώντας
Τη κοιτάζω να κλαίει
Μάνα μην κλαις της λέω
Μάνα μην κλαις και κλαίω
Κι όλο πάω και τρέχω
και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα
και μιαν άλλη μανούλα
την Ελλάδα μας έχω
που όλο κλαίει κι εκείνη
Στου βουνού τη ραχούλα
στ΄ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα
ψάχνω να βρω την άγια
και ανεβαίνω ραχούλες
χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ΗΡΩΩΝ ΓΗ
κι ηρώων μορφές."