Η πανέμορφη "Τζένη Τζένη", η πολυαγαπημένη Τζένη Καρέζη, η οποία έλαμψε την "χρυσή εποχή" του ελληνικού κινηματογράφου, μας κοίταξε για τελευταία φορά με τα εκθαμβωτικά μπλε της μάτια σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου του 1992.
Η Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1934. Έζησε τα παιδικά της χρόνια σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών της που ήταν εκπαιδευτικοί. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν μαθηματικός και η μητέρα της, Θεώνη, δασκάλα. Στη Θεσσαλονίκη μπήκε εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογριών "Καλαμαρί" και αργότερα συνέχισε στο αντίστοιχο Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.
H αγάπη της για το θέατρο άρχισε να εκδηλώνεται από τα μαθητικά της χρόνια όπου συμμετείχε συχνά σε σχολικές παραστάσεις.
Το 1951, τη χρονιά αποφοίτησης της από την Ελληνογαλλική Σχολή, πήρε μέρος στην παράσταση της «Aντιγόνης» του Σοφοκλή που ανέβηκε στο θέατρο «ΡΕΞ» από τους τελειόφοιτους, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο.
Την ίδια χρονιά έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας.
Το 1954, αμέσως μετά την αποφοίτηση της, πήρε και τον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο.
Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη.
Ακολούθησε ο ρόλος της Αντέλα στο έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής.
Την περίοδο 1955-1959 έπαιξε με επιτυχία σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό Θέατρο όπως Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη) και άλλους.
Το 1955 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από 30 ταινίες μεταξύ αυτών τεράστιες επιτυχίες όπως «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962), «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη - Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970).
Μετά το 1960, δημιούργησε δικούς της θιάσους και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.
Από το 1968 μέχρι το θάνατο της έπαιξε μαζί με το σύζυγο της, Κώστα Καζάκο, έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο.
Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, που ανέβηκε στην Επίδαυρο και τον Λυκαβηττό.
Το 1973, ανέβασε στο θέατρο το σπονδυλωτό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», μία πράξη αντίστασης κατά της δικτατορίας.
Τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της Κώστας Καζάκος, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν από τις αρχές της χούντας.
Η θεατρική της δράση, μαζί πάντα με το σύζυγο της, συνεχίστηκε μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975). Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990).
Στην προσωπική της ζωή έκανε δύο γάμους. Πρώτος της σύζυγος ήταν ο δημοσιογράφος Ζάχος Χατζηφωτίου, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1962, και ο δεύτερος, με τον οποίο έμεινε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της, αγαπημένοι και στη ζωή και στο θέατρο, ήταν ο αξιόλογος ηθοποιός Κώστας Καζάκος.
Παντρεύτηκαν το 1968 και απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, ο οποίος ακολούθησε τα βήματα των γονιών του κι έγινε κι αυτός καταξιωμένος ηθοποιός.
Η σπουδαία Τζένη Καρέζη με το εκθαμβωτικό της βλέμμα, τη ναζιάρικη φωνή και το τεράστιο ταλέντο μας χάρισε "την τελευταία της ερμηνεία" στις 27 Ιουλίου του 1992, όταν έφυγε νικημένη από την επάρατο νόσο.
Την ίδια χρονιά, ιδρύθηκε στη μνήμη της το ίδρυμα «Τζένη Καρέζη».