Κείμενο, φωτογραφίες της Εύας Κουτουμάνου
Μπαίνουμε στο κάστρο της Μονεμβάσιας και πλέουμε από το λιμάνι της προς την Αθήνα σε ένα μαγευτικό ταξίδι!
Στη ζωή λατρεύω τις προκλήσεις και τη θάλασσα, έτσι όταν μου πρότειναν ένα ταξίδι από την Μονεμβάσια στην Αθήνα με ιστιοπλοϊκό πέταξα την σκούφια μου και πήρα το πρώτο αγοραίο ταξί που βρήκα κι έτρεξα να συναντήσω την παρέα στη μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου.
Η διαδρομή ήταν ευχάριστη και γρήγορη καθώς φτάσαμε στη Μονεμβάσια σε σχεδόν 4 ώρες. Πρώτη δουλειά εκεί να τσεκάρουμε το σκάφος και να κάνουμε τις απαραίτητες προμήθειες σε νερά και τρόφιμα από το μικρό μάρκετ του παραθαλάσσιου χωριού. Ενας ευγενικός υπάλληλος του μάρκετ έφερε τα ψώνια στο σκάφος με το μηχανάκι του που είχε μια μικρή καρότσα κι εγώ άρχισα να τακτοποιώ το βασίλειο μου, την κουζίνα του σκάφους.
Αφού ετοιμάσαμε το σκάφος, ανηφορίσαμε τον λόφο για το ξακουστό κάστρο της Μονεμβάσιας με την θέα που κόβει την ανάσα.
Τα στενά πέτρινα σοκάκια ήταν γεμάτα κόσμο, είχαμε φτάσει την καλύτερη ώρα, στη δύση του ηλίου. Εναλλακτικά, αν ξυπνάτε πολύ νωρίς, πολύ ωραία ώρα είναι και νωρίς το πρωί εκεί γύρω στις έξι με την ανατολή όπου τα χρώματα είναι πεντακάθαρα και φυσικά δεν έχει κόσμο.
Εκείνη την ώρα ξεκινήσαμε κι εμείς την επομένη το πρωί και ανταμειφθήκαμε για το πολύ πρωινό ξύπνημα με μαγικές εικόνες του κάστρου από τη θάλασσα αλλά και σχετικά καλή πλεύση μέχρι το Κυπαρίσσι από όπου αρχίσαμε να ανεβαίνουμε για την Δοκό με προορισμό την Αθήνα. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στην ιστιοπλοΐα είναι η ενημέρωση για τον καιρό και ειδικά για την ένταση και την φορά των ανέμων. Με έναν καλό υπολογισμό ξεκινήσαμε στις 6 το πρωί και ταξιδέψαμε με ένα 4-5άρι Β ΒΑ.
Ας μείνουμε όμως λίγο ακόμα στην Μονεμβάσια. Η Μονεμβάσια ήταν από τις πιο σπουδαίες και ιστορικές καστροπολιτείες της Ελλάδας και το κάστρο της είναι ένα από τα πιο όμορφα στον κόσμο, αλήθεια! Σήμερα στα κτίσματα εντός των τοιχών στεγάζονται πανέμορφα ξενοδοχεία αλλά και ιδιωτικές κατοικίες που έχουν αγοράσει Έλληνες και ξένοι και τις έχουν αναπαλαιώσει διατηρώντας ανέπαφα τα στοιχεία τους.
Η ονομασία Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις, δηλαδή μόνη είσοδος, καθώς η μεσαιωνική πόλη είναι χτισμένη πάνω στο βράχο με μοναδική πρόσβαση από τη στεριά μια στενή λωρίδα γης. Η φυσική τοποθεσία της έκανε την καστρόπολη ιδανικό καταφύγιο από τις επιδρομές των βαρβάρων.
Ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ.,στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, όταν οι Λάκωνες κάτοικοι της περιοχής έψαχναν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων. Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στο νοτιοανατολικό μέρος που ήταν πιο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, με λίγα λόγια ιδανικό.
Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τις θαλάσσιες οδούς του Αιγαίου και η θέση του ήταν στρατηγική καθώς αποτελούσε καίριο παρατηρητήριο όλων των καραβιών που έπλεαν στο Μυρτώο Πέλαγος.
Την εποχή των Κομνηνών, 1057-1185, η Μονεμβάσια εξελίχθηκε σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου.
Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς της Πελοποννήσου οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά, σε μια περίοδο γνωστή ως Σκοτεινοί Χρόνοι όπου το βυζαντινό κράτος δέχτηκε τις καταστρεπτικές επιδρομές των Σλάβων και των Αβάρων και την εγκατάσταση σλαβικών φυλών στην Μακεδονία, η Μονεμβάσια λόγω της θέσης της που τη συνέδεε μέσω θαλάσσιων οδών με περιοχές όπως η Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο.
Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβάσια γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη και ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο, όχι μόνο στην αθέατη πλευρά. Εκείνη την περίοδο χτίστηκαν και σημαντικά μνημεία όπως ο ναός της Αγίας Σοφίας και ο ναός του Ελκόμενου Χριστού.
Η καίρια θέση της Μονεμβάσιας στη θαλάσσια οδό προς την ανατολική Μεσόγειο και ο πλούτος της την έκανε στόχο πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες καθώς και στόχο επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης.
Το 1147, πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β’ προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες.
Οι Λατίνοι, δυτικοευρωπαίοι, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβάσια το 1222.
Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο Γουλιέλμος Β’, γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου και πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβάσια. Όσοι κάτοικοι της Μονεμβάσιας δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβάσια. Η Μονεμβάσια διατήρησε τα προνόμια που είχε με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου. Η απώλεια της υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, καθώς ανέτρεπε τα σχέδια του για την ανάκτηση των εδαφών που είχαν περιέλθει στους Φράγκους.
Όταν ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και αρνήθηκε να παραχωρήσει τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, ο Μιχαήλ τον κράτησε αιχμάλωτο μέχρι το 1262, οπότε δέχθηκε να παραδώσει στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβάσιας, του Μυστρά, της Μαΐνης και του Γερακίου. Ο Μιχαήλ τον τίμησε με τον τίτλο του μεγάλου δομεστίκου, σύμβολο υποτέλειας στην αυτοκρατορία.
Η Μονεμβάσια ορίστηκε έδρα Βυζαντινού στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου μητροπολίτη ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328).
Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία, εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοση του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η περίοδος μέχρι το 1460 να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης.
Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το πρώτο μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις που δεν επηρέασαν όμως την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως.
Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε το 1394 όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’ αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς.
Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715) η πόλη πέρασε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και κατέληξε πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας.
Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά από τον οπλαρχηγό Τζανετάκη Γρηγοράκη.
Το φρούριο της Μονεμβάσιας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821.
Ακολούθησαν διαμάχες για τη διανομή των λαφύρων και τη διοίκηση οι οποίες οδήγησαν στην αναρχία. Το Μάρτιο του 1822 αποφασίστηκε από την προσωρινή διοίκηση της Ελλάδας η επισκευή του φρουρίου και η αποστολή φρουράς αλλά χωρίς αποτέλεσμα και η κατάσταση στο φρούριο χειροτέρεψε.
Στη συνέχεια το φρούριο και η επαρχία Μονεμβασιάς έπεσαν θύματα του εμφυλίου πολέμου. Οι Μανιάτες με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη άρχισαν να πολιορκούν το φρούριο τον Σεπτέμβριο του 1823. Μέχρι το Μάρτιο του 1824, τα μισά χωριά της επαρχίας είχαν περάσει στην κατοχή των Μανιατών και ενώ συνέχιζαν να πολιορκούν το φρούριο, η κεντρική διοίκηση αποφάσισε να μεταφέρει 3-4 κανόνια από την Μονεμβασιά στις Σπέτσες. Στο φρούριο κατέφτασαν Κρήτες και Ψαριανοί μετά την καταστροφή των Ψαρών, όμως η πολιορκία του φρουρίου συνεχίστηκε.
Τον Ιανουάριο του 1827 έφτασε στο φρούριο ο Δημήτριος Πλαπούτας με 200 στρατιώτες και οι κάτοικοι και οι έφοροι της Μονεμβάσιας συμφώνησαν να παραδοθεί σε αυτόν η διοίκηση του κάστρου ώστε να απελευθερωθεί το φρούριο όπως και έγινε με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης την 1η Μαρτίου 1827.
Όμως, ο Μαυρομιχάλης συνέχισε να προσπαθεί να κατακτήσει το φρούριο με αποτέλεσμα ο Πλαπούτας να αποχωρήσει, μη αποδεχόμενος αυτή τη συμπεριφορά, και τελικά ο Μαυρομιχάλης να τεθεί επικεφαλής του κάστρου.
Οι συνεχείς αυτές έριδες και η εθνική διχόνοια εμπόδισαν τη Μονεμβάσια να ξαναποκτήσει την παλιά της αίγλη και να παίξει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Ότι συνέβη δηλαδή και με την Ελλάδα στο σύνολο της από την Απελευθέρωση και μετά.
Με αυτές και άλλες πολλές σκέψεις αφήνουμε στα αριστερά μας τον λόφο και το κάστρο της Μονεμβάσιας, έχοντας λύσει τους κάβους αξημέρωτα κι αποχαιρετώντας την μικρή φιλική μαρίνα και το ψαροχώρι απέναντι από τον λόφο με τα ωραία ταβερνάκια.
Μην ξεχάσω να σας πω επίσης ότι από την Μονεμβάσια κατάγεται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο Γιάννης Ρίτσος. Στη Μονεμβάσια βρίσκεται ο τάφος του αλλά και το σπίτι του, δίπλα στην είσοδο του Κάστρου, αγναντεύει το Μυρτώο Πέλαγος.
Το Μυρτώο Πέλαγος αγναντεύουμε κι εμείς. Η θάλασσα έχει καλό κυματάκι στην πλώρη μας καθώς πλέουμε καταπάνω στον άνεμο. Ανοίγουμε την τζένοα, όχι πως θα προσθέσει σημαντικά στην ταχύτητα του σκάφους με την πορεία που έχουμε αλλά θα μετριάσει λίγο το χτύπημα της πλώρης. Πάμε με μηχανή, δεν είναι ώρα για παιχνίδια καθώς ο άνεμος εκτός από αντίθετος προβλέπεται ότι θα αυξηθεί όσο περνάει η ώρα και εμείς θέλουμε να προλάβουμε να φτάσουμε στο Κυπαρίσσι πριν μας εναντιωθεί για τα καλά, για να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε.
Από εκεί στρίβουμε βορειοανατολικά για να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Αρχικά λέμε να πάμε στη Χηνίτσα για μπάνιο αλλά ο αέρας έχει γυρίσει ΒΔ και δεν είναι ευνοϊκός καθώς θα τον έχουμε και πάλι κόντρα. Αντίθετα το σκάφος δείχνει να θέλει να πάει προς την Δοκό. Μια χαρά σκεφτόμαστε κι αποφασίζουμε να βάλουμε πλώρη για το ακατοίκητο νησί με τα πεντακάθαρα τυρκουάζ νερά. Στο βάθος βλέπουμε την Φαλκονέρα και θυμάμαι την απίθανη Ντένη Μαρκορά, Ντίνα Κώνστα, στους Δύο Ξένους που φώναζε έτσι την Χρυσούλα Διαβάτη, την Φλώρα. Γιατί την φώναζε έτσι, αναρωτιέμαι; Από το μεγάλο ναυάγιο που έγινε εκεί τον Δεκέμβριο του 1966, μαθαίνω, και στοίχισε τη ζωή σε 241 ανθρώπους.
Η Φαλκονέρα σηματοδοτεί και τα όρια του Μυρτώου Πελάγους με τον Αργοσαρωνικό. Αφήνουμε πίσω μας λοιπόν το Μυρτώο Πέλαγος και η πλεύση μας είναι τώρα πολύ ευνοϊκή με πλευρικό άνεμο. Περνάμε δίπλα από την Σπετσοπούλα κι αφήνουμε στα αριστερά μας τις Σπέτσες με κατεύθυνση προς την Δοκό.
Την προσεγγίζουμε νοτιοδυτικά, στρίβουμε και φουντάρουμε στη βόρεια πλευρά του νησιού. Τα νερά είναι μαγευτικά. Κάνουμε μια βουτιά κι απολαμβάνουμε τη θάλασσα με τις ώρες. Μετά ηλιοθεραπεία πάνω στο σκάφος και μεσημεριανό, πένες με τόνο και φρέσκιες ντομάτες κομμένες από πάνω, λάδι και ρίγανη και το φαγητό είναι έτοιμο!
Γύρω στις πέντε το απόγευμα, σηκώνουμε άγκυρα με κατεύθυνση προς Πόρο. Οι μαρίνες του νησιού γεμάτες, το ίδιο και το Ρώσικο. Για να αποφύγουμε την πολυκοσμία προτείνω να πάμε στο Βίδι, έναν κολπίσκο της Πελοποννήσου ακριβώς απέναντι από τον Πόρο και δίπλα στην άλλη έξοδο του νησιού και τον Φάρο. Φουντάρουμε αρώδου κι απολαμβάνουμε το φεγγάρι και το φωτεισμένο νησί απέναντι.
Ξυπνάμε πρωί και μετά από ένα καλό πρωινό με αυγά μάτια και ψωμί ζεστό που έβαλα στο τηγάνι με λίγο ελαιόλαδο και ρίγανη μαζί με τα αυγά, σηκώνουμε άγκυρα για Αθήνα με στάση στην Αίγινα για την απαραίτητη βουτιά και το μεσημεριανό στον Κάβο Αντώνη.
Δεν υπάρχει οργανωμένη παραλία εκεί ούτε εστιατόρια αλλά είναι ένα υπέροχο σημείο που επιλέγουν αυτοί που ξέρουν. Τα νερά και πάλι τυρκουάζ και μπλε, πεντακάθαρα, κι ένας εντυπωσιακός βυθός που ενδείκνυται για υποβρύχιο ψάρεμα. Εμάς μας αρέσει να βγάζουμε πεταλίδες και να κάνουμε στα γρήγορα ένα σπαγγέτι βόνγκολε πάνω στο σκάφος. Αφού πλύνουμε τα πιάτα και τα κατσαρολικά στη θάλασσα, με σκληρό βουρτσάκι χωρίς απορρυπαντικό για να μην μολύνουμε τα νερά, σηκώνουμε για τελευταία φορά την άγκυρα και βάζουμε ρώτα πια για την επιστροφή στην Αθήνα.
Φτάνουμε στην Αθήνα αργά το απόγευμα και δένουμε λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Γυρνάω σπίτι, πρώτη νύχτα στη στεριά μετά από τρεις μέρες. Ξαπλώνω στον καναπέ που κουνάει λίγο. Το σώμα κουβαλάει ακόμα τις μνήμες από τον παφλασμό της θάλασσας και το κούνημα του σκάφους. Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι ξανά το φεγγάρι, τα όμορφα νερά και τις στιγμές εν πλω. Τελικά θα μπορούσα να ζήσω για πάντα στη θάλασσα! Πίσω στην πραγματικότητα έχω να ανοίξω τον σάκο και να βάλω πλυντήριο με τα ρούχα, σορτς και μαγιό, που είχα στο σκάφος. Το αναβάλλω για την επομένη το πρωί. Για την ώρα θέλω να κοιμηθώ με την μαγεία του ταξιδιού ακόμα ζωντανή.
Καλό ταξίδι και όνειρα γλυκά γεμάτα θάλασσες, ήλιο κι ουρανό.